λιποναύτης

λιποναύτης
ο (Α λιποναύτης)
ναύτης που λιποτάκτησε από την υπηρεσία του, που εγκατέλειψε το πλοίο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)-* + ναύτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιποναῦται — λιποναύτης leaving the sailors masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιποναύτιον — λιποναύτιον, τὸ (Α) [λιποναυτης] φρ. «λιποναυτίου γραφή» αγωγή εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε το πλοίο ή την υπηρεσία του στη θάλασσα …   Dictionary of Greek

  • λιποναύταν — λιποναύτᾱν , λιποναύτης leaving the sailors masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”